Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Λεξικό με θαλασσινούς όρους -Ναυτική ορολογία


ΑΒΑΡΑ: Επιφώνημα κατά την απομάκρυνση σκάφους από κάποιο σημείο.

ΑΒΑΡΙΑ: Ζημιά πλoίoυ ή του φορτίου του από κακοκαιρία.

ΑΒΑΡΙΣΜΑ: Απομάκρυνση σκάφους από την ακτή για να μη συγκρουσθεί ή προσαράξει.

ΑΓΑΝΤΑ: Το σημείο που πιανόμαστε για να κρατηθούμε ή να σπρώξουμε κάποιο σκάφος. Επίσης μπορεί να είναι ο πάσσαλος στην ακτή που δέσουμε το σκάφος.

ΑΓΚΟΙΝΗ: Σύρμα ή σχοινί που δένει τη σταυρωτή κεραία στο κατάρτι του ιστιοφόρου πλοίου.

ΑΓΚΟΥΡΕΤΟ: Η μικρή άγκυρα βάρκας.

ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΙΟ: Όρμος κατάλληλος για να ρίξει άγκυρα το σκάφος, επίσης λέγεται και το λιμάνι.

ΑΘΙΒΟΛΙΑ: Πέταγμα με το χέρι μικρού διχτύου στη θάλασσα.

ΑΚΑΤΙΟ: Η μικρή βάρκα.

ΑΚΑΤΟΣ: Μεγάλη βάρκα πλωτού που κινείται με πανιά ή κουπιά.

ΑΚΡΟΒΟΛΙ: Βαρίδι από μολύβι.

ΑΚΡΟΔΕΑ: Λεπτό σχοινί



ΑΚΡΟΔΕΣΜΟΣ: Ναυτικός κόμπος.

ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ: Η άκρη της πλώρης.

ΑΚΤΑΙΟΣ: Αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή.

ΑΚΤΑΙΩΡΟΣ: Φύλακας ή πλοίο που φυλά τις ακτές.

ΑΛΑΡΜΗ: Το αλμυρά νερά.

ΑΜΜΟΥΔΑ: Θαλάσσιος βυθός με άμμο.

ΑΜΠΑΡΙ: Το κήτος του πλοίου.

ΑΝΑΒΑΘΡΑ: Η κινητή σκάλα πλωτού από σχοινί ή ξύλο.

ΑΝΑΡΗΧΟΣ: Αυτός που δεν έχει μεγάλο βάθος.

ΑΝΕΜΙ: Ασθενής άνεμος.

ΑΝΕΜΟΓΑΛΟΥΔΑ: Ο πολύ δυνατός άνεμος.

ΑΝΕΜΟΔΑΡΤΟΣ: Ο ταλαιπωρημένος από ανέμους.

ΑΝΕΜΟΛΟΓΙ: Το ακτινωτό διάγραμμα πυξίδας.

ΑΝΕΜΟΣΟΥΡΙ: Δυνατός άνεμος με βοή.

ΑΝΕΜΟΧΟΛΟ: Δυνατός και ξαφνικός αέρας.

ΑΝΕΜΟΚΟΥΝΗΜΑ: Θυελλώδης άνεμος.

ΑΝΕΜΟΚΑΙΡΙ: Καιρός με πολλούς ανέμους.

ΑΝΤΑΡΑ: Η μεγάλη κακοκαιρία.



ΑΠΑΓΚΙΟ: Σημείο πoυ δεν το πιάνει ο αέρας.

ΑΠΑΝΕΜΟΣ ή ΥΠΗΝΕΜΟΣ : Μέρος ήσυχο χωρίς αέρα.

ΑΠΙΚΟΥ: Κάθομαι ακίνητος πάνω από κάτι.

ΑΠΟΒΟΡΙ: Ασθενής βόρειος άνεμος.

ΑΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ: Η ταραγμένη θάλασσα.

ΑΠΟΝΕΡΑ: Τα νερά (το κύματα) που δημιουργεί το πλοίο καθώς κινείται.

ΑΠΟΠΛΕΩ: Φεύγω από κάποιο λιμάνι.

ΑΠΟΠΛΟΥΣ: Η έξοδος πλοίου από το λιμάνι.

ΑΠΟΣΠΕΡΟΣ: Δυτικός άνεμος.

ΑΠΟΧΕΣ: Στενή λουρίδα του βυθού συνήθως παράλληλη με την παραλία. Υπάρχουν πολλές φωλιές ψαριών και προσφέρονται για ψάρεμα

ΑΠΟΧΗ: Μικρό φορητό δίχτυ.

ΑΡΑΞΙΑ: Το ρίξιμο της άγκυρας.

ΑΡΑΞΟΒΟΛΙ: Μέρος ήσυχο κοντά στη στεριά για να αγκυροβολήσει πλοίο.

ΑΡΙΒΑΡΩ: Καταπλέω, φτάνω.

ΑΡΜΕΝΙΖΩ: Πλέω με ανοικτά πανιά.

ΑΡΜΗ: Το νερό της θάλασσας.

ΑΡΜΠΟΥΡΟ: Το κατάρτι του πλοίου.

ΑΡΟΔΟΥ: Η κίνηση του σκάφους μόνο με τη δύναμη του αέρα.

ΑΦΕΓΓΟΣ: Ο ουρανός τη νύχτα χωρίς άστρα.

ΒΕΝΘΟΣ: Ο βυθός της θάλασσας.

ΒΙΡΑ: Τράβα, σήκωσε.

ΒΙΡΑΡΙΣΜΑ; Σήκωμα της άγκυρας.

ΒΙΣΤΑΛΟΓΚΑ: Το αλιευτικό γυαλί.



ΒΡΕΧΟΥΜΕΝΑ: Τα μέρη του σκάφους κάτω από την ίσαλο γραμμή.

ΒΥΘΟΜΕΤΡΟ: Ηλεκτρονική συσκευή που μετρά το βάθος του βυθού.

ΓΑΡΛΙΝΟ: Σκοινί για να ανεβοκατεβάζουν την άγκυρα.

ΓΑΦΑ: Γάντζος για να συγκρατεί την άγκυρα.

ΓΕΜΟΣ: Το φορτίο τoυ πλοίου.

ΓΕΔΕΚΙ: Το ρυμουλκούμενο σκάφος.

ΓΙΑΛΟΥΣΗΣ: Ο εργαζόμενος στην ακροθαλασσιά.

ΓΙΑΛΩΝΩ: Πλησιάζω στην στεριά.


ΓΟΛΕΤΑ: Πλοίο με δύο κατάρτια.

ΓΟΥΛΙΑΣΜΑ / ΣΒΟΥΡΙΣΜΑ: Το τρίψιμο για να μαλακώσει το χταπόδι.

ΓΡΙ-ΓΡΙ: Ψαροκάικο με πυροφάνι.

ΓΡΥΠΑΡΗΣ: Αυτός που ψαρεύει με γρύπο.

ΔΕΣΤΡΑ: Σίδερο στη προκυμαία για να δένουν τα σκάφη.

ΔΙΑΒΑΘΡΑ: Σανίδα για να επικοινωνεί το σκάφος με τη στεριά.

ΔΙΑΚΙ: Η λαβή του πηδαλίου.

ΔΙΑΥΛΟΣ: Στενό που συνδέει δύο θάλασσες.

ΔΙΓΟΦΙ: Εργαλείο για να ξεκολλούν τα όστρακα από το βυθό.

ΔΙΝΗ: Η περιστροφική κίνηση του νερού.

ΔΡΟΛΑΠΑΣ: Δυνατός αέρας με βροχή.

ΕΙΣΠΛΕΩ: Μπαίνω σε κάποιο λιμάνι.

ΕΚΤΑΜΑ: Το μήκος της αλυσίδα που συγκροτεί την άγκυρα και βρίσκεται μέσα στη θάλασσα.

ΕΜΠΑΤΗ: Η είσοδος του πλοίου σε λιμάνι.

ΕΝΑΛΙΟΣ: Αυτός που ανήκει στη θάλασσα.

ΕΞΑΛΑ: Τα μέρη του σκάφους που είναι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

ΕΞΑΝΤΑΣ: Όργανο που προσδιορίζει το στίγμα.



ΕΞΟΚΕΙΛΩ: Πέφτω στη στεριά.

ΕΠΙΝΕΙΟ: Μικρό λιμάνι ή όρμος.

ΕΡΜΑ: Βάρος στα αμπάρια για την ευστάθεια του πλοίου.

ΘΑΛΑΜΙ: Φωλιά

ΘΑΛΑΣΣΟΛΥΚΟΣ: Ο παλιός και έμπειρος ναυτικός

ΙΣΑΛΟΣ: Το μέρος του σκάφους που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της Θάλασσας

ΚΑΒΑΤΖΑΡΙΣΜΑ: Η παράκαμψη

ΚΑΒΟΣ: Χοντρό σχοινί πλοίου

ΚΑΜΠΑΝΕΛΙ: Στύλος που δένονται τα σχοινιά του σκάφους.

ΚΑΛΑΡΩ: Ρίχνω τα δίχτυα στη Θάλασσα.

ΚΑΡΓΑΡΙΣΜΑ: Σφίξιμο σχοινιών.

ΚΑΡΝΑΓΙΟ: Μέρος που φτιάχνονται τα πλοία.

ΚΑΤΑΠΛΕΩ: Έρχομαι από το πέλαγος στο λιμάνι.

ΚΟΤΣΑΡΩ: Φέρνω το σκάφος κοντά σε κάποιο σημείο (Κοτσάρω το τρέιλερ στον κοτσαδόρο).


ΚΟΥΒΕΡΤΑ: Το επάνω μέρος του πλοίου.


ΛΑΣΚΑ: Χαλαρά.

ΛΑΣΚΑΡΩ: Χαλαρώνω το τέντωμα σχοινιού.



ΛΙΜΙΩΝΑΣ: Το λιμάνι.

MAΪNA: Πρόσταγμα που σημαίνει χαλάρωσε.

ΜΑΛΑΓΡΑ: Φαγητό που ρίχνουν οι ψαράδες για να προσελκύουν τα ψάρια

ΜΑΝΟΥΒΡΑ: Ο χειρισμός του σκάφους όταν χρειάζεται να αποφύγει η να προσεγγίσει κάτι.

ΜΕΤΖΑΒΟΛΤΑ: Το μπλέξιμο των αγκύρων.

ΜΟΛΑ ή ΑΜΟΛΑ: Άφησε, ελευθέρωσε.

ΜΟΥΡΑΓΙΟ: Το λιμάνι.

ΜΟΥΤΣΟΣ: Ο δόκιμος ναύτης.

ΜΠΟΣΙΚΑ: Χαλαρά, όχι καλά σφιγμένο.

ΜΠΟΥΡΙΝΙ: Ξαφνική κακοκαιρία.

ΜΥΧΟΣ: Το πιο βαθύ σημείο ενός λιμανιού ή κόλπου.

ΜΩΛΟΣ: Προέκταση μέσα στην Θάλασσα.

ΝΑΥΛΟΣ: Aντiτιμο για την μεταφορά φορτίου ή ανθρώπων.



ΝΕΤΑΡΩ: Ισιώνω το σχοινί, το παραγάδι.

ΝΕΩΡΙΟ: Μέρος που κατασκευάζονται σκάφη.

ΝΤΟΚΟΣ: Μέρος που δένουν πολλά πλοία στο λιμάνι.

ΞΑΝΕΜΙΑ: Μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας.

ΞΑΡΤΙ: Το σχοινί του πλοίου.

ΞΕΜΠΟΤΣΑΡΩ: Αφήνω ελεύθερο κάτι που έχει δεθεί στο σκάφος.

ΞΕΝΕΡΙΣΜΑ: Όταν βγαίνει η προπέλα του σκάφους από το νερό.

ΞΕΡΑ: Βράχος στη μέση της Θάλασσας που φαίνεται δύσκολα.

ΞΕΡΕΣ: Έχει μόνο βράχια ακανόνιστα και μεγάλα ανοίγματα


ΟΙΑΚΙΟ: Μικρό πηδάλιο σκάφους.

ΟΡΜΙΣΚΟΣ: Το μικρό λιμάνι.

ΟΡΜΙΖΩ: Αράζω το πλοίο

ΟΡΜΟΣ: Μέρος για αγκυροβόλιο.

ΟΡΤΣΑ: Παράγγελμα. Προς το ρεύμα (κόντρα) του ανέμου.

ΟΣΤΡΙΑ: Νότιος άνεμος.

ΠΑΓΚΟΙ: Ο βυθός με μικρά βουναλάκια.

ΠΑΛΑΜΑΡΙ: Χοντρό σχοινί που δένουμε το σκάφος.

ΠΑΡΑΜΑΛΛΟ: Η κάθε πετονιά με αγκίστρι, από το παραγάδι.

ΠΕΛΑΓΟΔΡΟΜΩ: Ταξιδεύω στο πέλαγος.


ΠΡΥΜΝΑ: Το πίσω μέρος του σκάφους, εκεί όπου βρίσκεται το πηδάλιο.

ΠΕΡΙΤΡΟΧΟ: Το σχοινί με κόμπους για το σήκωμα της άγκυρας.

ΠΛΑΓΙΟΔΡΟΜΙΑ: Η πλεύση με τον άνεμο πλάι στο σκάφος.

ΠΛΕΥΡΙΣΜΑ: Το πλησίασμα του σκάφους στη προκυμαία / ντόκο.

ΠΛΩΡΗ: Το μπροστινό μέρος του πλοίου.

ΠΟΔΙΣΜΑ: Η αλλαγή στην πλεύση του πλοίου.

ΠΟΔΟΤΗΣ: Ο τιμονιέρης, ο λοστρόμος.

ΠΟΝΤΖΑ: Παράγγελμα που σημαίνει Πήγαινε, πόδισε.

ΠΟΝΤΙΖΩ: Ρίχνω την άγκυρα.

ΠΟΡΤΟ: Λιμάνι.

ΠΡΙΜΑ: Το ταξίδι με ούριο άνεμο.

ΠΡΟΒΛΗΤΑ: Η φυσική ή τεχνητή προεξοχή στη θάλασσα.

ΠΡΟΣΑΡΑΞΗ: Όταν κολλήσει το πλοίο στο βυθό.

ΠΡΟΣΩ: Διαταγή εκκίνησης προς τα εμπρός

ΠΡΥΜΑΤΣΑ: Σχοινιά της πρύμνης



ΡΑΔΑ: Αγκυροβόλιο σε ανοιχτό μέρος.

ΡΕΜΕΝΤΖΟ: Χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του σκάφους.


ΡΟΤΑ: Η κατεύθυνση του πλοίου όταν ταξιδεύει.

ΣΑΛΑΜΟΥΡΑ: Νερό με μεγάλη ποσότητα αλατιού για τη διατήρηση ψαριών.

ΣΚΑΝΤΖΑ: Αλλαγή, μπαίνω στη Θέση κάποιου άλλου.

ΣΚΟΠΕΛΟΣ: Ο βράχος που εξέχει λίγο από την επιφάνεια της Θάλασσας.

ΤΙΜΟΝΕΜΑ: Ο χειρισμός του πηδαλίου ενός σκάφους.

ΤΡΑΒΕΡΣΟ: Όταν το σκάφος χτυπιέται στα πλάγια από τα κύματα.

ΤΡΑΓΑΝΕΣ: Είναι οι σχετικά ομαλοί βυθοί, που έχουν μόνο άμμο και πέτρες.

ΤΡΟΚΑΔΕΣ: Μοιάζουν με τις τραγάνες αλλά ο βυθός τους είναι σκεπασμένος με μεγάλες πέτρες.

ΥΦΑΛΑ: Τα μέρη του σκάφους που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της Θάλασσας.

ΥΦΑΛΟΣ: Ο βράχος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ: Σημαία που χρησιμοποιούν τα σκάφη.

ΦΟΥΝΤΑΡΙΣΜΑ: Το ρίξιμο της άγκυρας.

ΦΥΚΙΑΔΕΣ: Οι βυθοί με άμμο που σκεπάζονται από φύκια.



ΨΑΡΟΤΟΠΟΣ: Μέρος με πολλά ψάρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου